φτύνω

φτύνω
πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α
1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ.
β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ)
2. (γενικά) βγάζω από το στόμα μου κάτι
3. ρίχνω σάλιο σε κάποιον ως εκδήλωση περιφρόνησης ή αποστροφής (α. «δεν είπε τίποτε, μόνο τόν έφτυσε και έφυγε» β. «πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντείπων», Σοφ.)
4. (κατ' επέκτ.) περιφρονώ, αποστρέφομαι κάποιον ή κάτι
5. φρ. «φτύνω στον κόρφο μου» και «εἰς κόλπον πτύω» — ρίχνω σάλιο στον κόρφο μου για την αποτροπή βασκανίας
νεοελλ.
1. φρ. α) «φτύνω αίμα»
μτφ. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι («έφτυσε αίμα για να τόν μεγαλώσει»)
β) «ούτε να τόν φτύσεις δεν αξίζει» — είναι ανάξιος ακόμη και να τόν περιφρονεί κανείς
2. παροιμ. «όποιος φτει τον ουρανό, φτει τα μούτρα του» — δηλώνει ότι η ασέβεια ή και η κριτική προς ανωτέρους στρέφεται τελικά εις βάρος εκείνου που τήν κάνει
αρχ.
1. (για ορισμένα είδη κρασιού) βοηθώ την έκκριση σάλιου
2. (στην ποίηση) (για την θάλασσα) εκβάλλω, ξεβράζω
3. (αμτβ.) α) ξεσπώ
β) πέφτω κάπου («ἱστὸς ὤλισθεν εἰς ἅλα πτύσας», Ανθ. Παλ.)
4. φρ. «πρὶν πτύσαι» — πριν προλάβεις να πεις λέξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία απαντά στις διάφορες ΙΕ γλώσσες με μεγάλη ποικιλία μορφών αναμενόμενη για μια λ. εκφραστική που χρησιμοποιείται επίσης και με σημ. μαγική με την έννοια «φτύνω για να ξορκίσω το κακό μάτι»: λατ. spuo, γοτθ. speiwan, λιθουαν. spiau-ju, αρχ. σλαβ. pljujo, αρμ. ťuk' «πτύελο», ťk'anem «φτύνω». Ανάλογα με την ερμηνεία που θα γινόταν αποδεκτή για το αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα πτ-, η ελλ. λ. πτύω θα μπορούσε να συνδεθεί ιδίως με ορισμένους από τους τ. αυτούς. Αν το αρκτικό πτ- θεωρηθεί αρχαϊκό (βλ. λ. πόλεμος) η λ. θα πρέπει να συνδεθεί με τους αρμ. τ., ενώ αν δεχθούμε την προέλευση του από *π / - (πρβλ. ρίπτω < *ριπjω) τότε θα πρέπει να συνδεθεί με το αρχ. σλαβ. pljujo και το λιθουαν. spiau-ju. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες αναγωγής τών λ. αυτών σε μια κοινή ΙΕ ρίζα (όπως λ.χ. σε ρίζα *sptju ή *(s)p(h)iēu- / (s)piū-) παραμένουν υποθετικές και ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. προς τον τ. πτύω απαντούν και ένας σύνθ. τ. εκφραστικού ενεστ. ἐπι-φθύζω, τού οποίου το αρκτικό φθ- έχει προέλθει είτε με εκφραστική δάσυνση τού συμφωνικού συμπλέγματος είτε, κατ' άλλη άποψη, από ένα σύμπλεγμα *pst- (< ρίζα *spt-ju με μετάθεση τών συμφώνων) καθώς και ένας τ. ψύττει- πτύει τού Ησύχ., όπου το αρκτικό -ψ- αντί τού -φθ- (πρβλ. φθείρω*: διαλ. τ. ψείρει, φθίνω*: ψίνω). Ο ενεστ. πτῡω εμφανίζει μακρό --, το οποίο εναλλάσσεται με το βραχύ -- τού αορ. -πτυσ-α, ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τους αορ. ἤρῠσα τού ἀρύω και ἔρῠσα τού ἐρύω. Από το θ. πτῠ έχουν σχηματιστεί ο τ. πτύ-σις (με κατάλ. -σις) καθώς και οι τ. πτύ-σ-μα, πτυ-σ-μός, πτυ-σ-τήρ (με δυσερμήνευτο -σ-), πτύαλον, πτυάς. Τέλος, ο νεοελλ. τ. φτύνω (με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- σε διαρκές -φ-) έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔπτυσα τού πτύω κατά το σχήμα φθάνω: έφθασα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φτύνω — και φτω έφτυσα, φτύστηκα, φτυσμένος 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο ή πτύελο. 2. πετάω σάλιο στο πρόσωπο κάποιου σε εκδήλωση αηδίας ή αποστροφής: Δεν αξίζει ούτε να φτύσει κανείς επάνω του. 3. μτφ., περιφρονώ, αποστρέφομαι κάποιον: Τι να τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτύνω — φτύνω, έφτυσα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αποκοτταβίζω — ἀποκοτταβίζω (Α) 1. εκτοξεύω ό,τι έχει απομείνει στο ποτήρι του κρασιού, παίζω κότταβο* 2. φτύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο*, φτύνω»] …   Dictionary of Greek

  • εμπτύω — (AM ἐμπτύω) φτύνω κάποιον στο πρόσωπο για να εκφράσω περιφρόνηση, μίσος, απέχθεια, βδελυγμία αρχ. φτύνω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • καταχρέμπτομαι — (Α) φτύνω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρέμπτομαι «καθαρίζω τον λαιμό μου και φτύνω»] …   Dictionary of Greek

  • περιπτύω — Α φτύνω κάποιον ή κάτι από παντού, τόν σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτύω «φτύνω»] …   Dictionary of Greek

  • προπτύω — Α φτύνω μπροστά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πτύω «φτύνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσπτύω — Α 1. φτύνω προς κάποιον, ιδίως ως εκδήλωση περιφρόνησης και βδελυγμίας («προσπτύειν πρὸς τὸ πρόσωπον», Υπέρ.) 2. (μτβ.) α) αποβάλλω κάτι φτύνοντας («προσπτύειν ἰόν», Ιεροκλ.) β) (για θάλασσα) ρίχνω στην ακτή, ξεβράζω 3. μτφ. αποστρέφομαι,… …   Dictionary of Greek

  • σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”